το κοριτσακι με τα σπιρτα
Σελίδα 1 από 1
το κοριτσακι με τα σπιρτα
Το κοριτσάκι με τα σπίρτα
Χὰνς Κρίστιαν Ἄντερσεν - Τὸ κοριτσάκι μὲ τὰ σπίρτα
Ἦταν Δεκέμβριος, ἡ τελευταία ἡμέρα τοῦ χρόνου. Χιόνιζε ἀσταμάτητα καὶ ἡ μεγάλη
πόλη εἶχε σκεπαστεῖ μὲ ἕνα κατάλευκο πέπλο, ἐνῶ τὸ σούρουπο ἔπεφτε μουντό. Στοὺς
χιονισμένους δρόμους, χαρούμενοι διαβάτες βάδιζαν βιαστικά, φορτωμένοι μὲ φανταχτερὰ
πακέτα καὶ δῶρα. Μὰ κανεὶς δὲν ἔδινε σημασία στὸ κοριτσάκι μὲ τὰ σπίρτα! Ἄδικα ἡ
μικρὴ ὀρφανὴ διαλαλοῦσε τὴ φτωχικὴ πραμάτεια της καὶ σίμωνε δειλὰ τοὺς περαστικούς,
ζητώντας μὲ σβησμένη φωνὴ νὰ ἀγοράσουν ἕνα κουτὶ σπίρτα. Ἄδικα ψιθύριζε ἀχνὰ πὼς
δὲν ζητιάνευε, πῶς πουλοῦσε σπίρτα γιὰ νὰ ζήσει, ἀφοῦ δὲν εἶχε κανένα στὸν κόσμο.
Δὲν εἶχαν ὥρα γιὰ μία πλανόδια πωλήτρια. Νύχτωνε καὶ ὅλοι βιάζονταν νὰ ἐπιστρέψουν
στὰ ζεστά τους σπίτια, στὴν οἰκογενειακὴ θαλπωρή, στὸ γιορτινὸ τραπέζι μὲ τὶς χίλιες
λιχουδιές, στὸ καταστόλιστο χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Οἱ διαβάτες, τυλιγμένοι στὰ ζεστὰ πανωφόρια τους, μὲ τὰ μάλλινα καπέλα κατεβασμένα
ὡς τὰ αὐτιὰ καὶ τὶς ἐσάρπες γύρω ἀπὸ τὸ λαιμό, ἔτρεχαν κρατώντας πακέτα στὰ γαντοφορεμένα
τους χέρια, ἐνῶ ἡ ζεστὴ ἀνάσα τους ἄχνιζε στὸν παγωμένο ἀγέρα. Οἱ καρότσες περνοῦσαν
βιαστικὰ καὶ οἱ ρόδες τους ἄφηναν βαθιὲς αὐλακιὲς στὸ χιονισμένο δρόμο. Τὰ ἄλογα
ρουθούνιζαν καλπάζοντας ρυθμικὰ πάνω στὸ λιθόστρωτο καὶ τὰ πέταλά τους τίναζαν λάσπη
καὶ μισολειωμένο χιόνι.
Ξαφνικά, μιὰ ἅμαξα πέρασε τόσο γρήγορα ποὺ ἡ μικρούλα μόλις ποὺ πρόλαβε νὰ τραβηχτεῖ
στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου. Καὶ ὅπως ἡ παιδούλα γλιστροῦσε στὸ χιόνι, τὸ ἕνα της ξύλινο
τσόκαρο τινάχτηκε πέρα μακριά, ἐνῶ τὰ σπίρτα ξέφυγαν ἀπὸ τὴν ποδιά της καὶ σκορπίστηκαν
δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ στὸν ὑγρὸ δρόμο.
Τὸ κοριτσάκι γονάτισε στὸ χιόνι καὶ ἄρχισε νὰ μαζεύει ἕνα-ἕνα τὰ μουσκεμένα σπίρτα.
Αὐτὰ ἦταν ὅλο τὸ βιὸς καὶ ὅλος ὁ κόσμος της. Γονεῖς, σπίτι, οἰκογένεια δὲν ἦταν
παρὰ μία μακρινὴ ἀνάμνηση γιὰ τὴ φτωχὴ ὀρφανή. Μόνη της περιουσία, τὰ νοτισμένα
ἀπὸ τὸ χιόνι ξυλάκια, τὰ μουσκεμένα σπίρτα.
Τρέμοντας ἀπὸ τὸ κρύο μέσα στὰ φθαρμένα ρουχαλάκια της, μὲ τὰ ποδαράκια γυμνὰ
μέσα στὸ χιόνι, ἡ μικρούλα μάζευε μὲ τὰ ξυλιασμένα ἀπὸ τὸ κρύο χεράκια ἕνα-ἕνα τὰ
σπίρτα καὶ τὰ ξανάχωνε προσεκτικὰ στὸν κόρφο της. Τὸ χιόνι ἔπεφτε πυκνὸ πάνω στὰ
ἁπαλὰ μαλλάκια, βρέχοντας τὶς πυρόξανθες μποῦκλες ποὺ κολλοῦσαν στὸ ὠχρὸ προσωπάκι
της.
Καὶ ὅπως μάζευε βιαστικὰ τὰ σπίρτα, ἕνα ἀγόρι κουκουλωμένο ζεστά, πέρασε σιμά,
εἶδε τὸ ξύλινο τσόκαρο, ἔσκυψε, τὸ πῆρε καὶ ἔφυγε γοργά, πρὶν ἡ μικρούλα προλάβει
νὰ μιλήσει.
Ἀναστενάζοντας ἀπογοητευμένη, ἡ μικρούλα με τὰ σπίρτα ἀνασηκώθηκε καὶ ξαναπῆρε
τὴ στράτα, σέρνοντας βαριὰ τὰ βήματά της. Ἔνιωθε πιὰ βασανιστικὰ τὸ κρύο, τὴν κούραση,
τὴν πείνα, μὰ δὲν εἶχε πουλήσει οὔτε ἕνα κουτὶ σπίρτα ἀπὸ τὸ πρωί. Πῶς νὰ γυρίσει
νηστική, χωρὶς οὔτε ἕνα ξεροκόμματο, πίσω στὴν παγωμένη τρώγλη;
Ἀλλὰ πάλι, ποιὸς θὰ ἀγόραζε σπίρτα τὴ νύχτα τῆς παραμονῆς τῆς Πρωτοχρονιᾶς; Ὅλοι
εἶχαν τὰ πάντα περισσά. Οἱ δρόμοι εἶχαν τώρα ἐρημώσει. Ἀπὸ τὶς σφαλιστὲς ἐξώθυρες
ἀκούγονταν κάλαντα, τραγούδια καὶ γέλια καὶ πίσω ἀπὸ τὰ φωτισμένα παράθυρα φάνταζαν
πανέμορφα τὰ στολισμένα δέντρα.
Τὸ κοριτσάκι προχώρησε στὴ γωνιὰ τοῦ δρόμου καί, μαγεμένη λές, κοντοστάθηκε κάτω
ἀπὸ τὸν ἀναμμένο φανοστάτη. Ἀπὸ τὸ παράθυρο κάποιου σπιτιοῦ ἔβλεπε ἕνα δωμάτιο μὲ
χριστουγεννιάτικες γιρλάντες καὶ στολίδια καὶ μία τρυφερὴ μανούλα νὰ ταΐζει μὲ στοργὴ
καὶ ἀπέραντη ἀγάπη τὴν κορούλα της.
Τὰ ματάκια της βούρκωσαν. Ἀποκαμωμένη καὶ μελαγχολικὴ κούρνιασε στὸ πλατύσκαλο
τῆς βαριᾶς πόρτας, ποὺ τὴ στόλιζαν στεφάνια καὶ γιρλάντες ἀπὸ γκὶ καὶ οὔ. Τότε κοντοζύγωσε
δειλὰ ἕνα ἀδέσποτο σκυλάκι. Ἡ καρδιὰ τῆς μικρῆς σπάραξε. Δὲν εἶχε τίποτε νὰ τὸ φιλέψει,
οὔτε μία μπουκιὰ φαγητὸ νὰ μοιραστεῖ μαζί του. Μόνο χάδια μποροῦσε νὰ τοῦ δώσει
καὶ λόγια παρηγοριᾶς. Ἡ ὥρα περνοῦσε καὶ τὸ κρύο γινόταν ὅλο καὶ πιὸ διαπεραστικό.
Κανεὶς δὲν θὰ ἀγόραζε πιὰ σπίρτα. Ἂν ἄναβε ἕνα, ἕνα μονάχα, γιὰ νὰ ζεστάνει στὴ
φλογίτσα του τὰ ξυλιασμένα δάχτυλά της;
Καθὼς ἄναψε τὸ σπίρτο, μὲ τὰ μάτια τῆς φαντασίας της ἡ μικρούλα εἶδε μὲς στὴ
λάμψη του, μιὰ εἰκόνα γεμάτη ὀμορφιά, ζεστασιὰ τρυφερότητα καὶ εὐτυχία.
Καταμεσῆς τοῦ δρόμου, λέει, ἀνάμεσα στὰ ψηλὰ σπίτια μὲ τὶς χιονισμένες στέγες
καὶ τὶς καμινάδες ποὺ καπνίζουν, ἔστεκε ζεστὴ καὶ πυρακτωμένη μία ἀναμμένη σόμπα
ἀπὸ μαῦρο μαντέμι. Οἱ φλόγες φάνταζαν κατακόκκινες καὶ πελώριες μέσα ἀπὸ τὴ μισάνοιχτη
πορτούλα καὶ μία τσαγιέρα μὲ εὐωδιαστὸ τσάι ἄχνιζε στὴ φωτιά, ἐνῶ μία τρυφερὴ γατούλα
μισοκοιμόταν γουργουρίζοντας πάνω στὸ μαλακὸ χαλάκι. Ὕστερα ἡ φλόγα τοῦ σπίρτου
τρεμόπαιξε κι ἔσβησε. Ἡ μικρούλα δὲν δίστασε διόλου. Πῆρε ἕνα δεύτερο σπίρτο, τὸ
ἔτριψε μὲ δύναμη καὶ στὰ μαγεμένα μάτια της παρουσιάστηκε ἕνα πλούσια στρωμένο γιορτινὸ
τραπέζι. Πάνω στὸ φρεσκοσιδερωμένο κεντητὸ λινὸ τραπεζομάντηλο, ἡ ροδοκόκκινη καλοψημένη
γαλοπούλα εὐωδίαζε στὴν πιατέλα, ἡ σούπα ἄχνιζε στὴ σουπιέρα καὶ τὰ ἀφρᾶτα ψωμάκια
μοσχομύριζαν γλυκάνισο καὶ μυρωδικά.
Στὸ φῶς τοῦ φανοστάτη τοῦ γκαζιοῦ οἱ κοῦπες μὲ τὰ γλυκίσματα γίνονταν ἀκόμα πιὸ
λαχταριστές, ἐνῶ κάπου ἀπὸ τὸ βάθος ἔφθανε λιγωτικὴ ἡ εὐωδιὰ ἀπὸ τὰ τσουρέκια. Ὥσπου
ἡ φλογίτσα ἔσβησε ἤρεμα καὶ τὸ ξυλάκι στὸ παγωμένο χέρι τῆς μικρούλας ἀπέμεινε μαῦρο,
καρβουνιασμένο.
Χωρὶς χρονοτριβή, τὸ κοριτσάκι πῆρε ἕνα ἀκόμα σπίρτο καὶ τὸ ἄναψε μὲ λαχτάρα.
Καὶ ἡ μαγική του φλόγα φώτισε γιὰ λίγο ἄλλη μιὰ ὀπτασία. Στὴν ἔρημη πλατεία τῆς
πόλης ὑψώθηκε ξαφνικὰ ἕνα τεράστιο καταπράσινο καὶ φουντωτὸ ἔλατο. Ἐπάνω στὰ κλωνιά
του ἄστραφταν δεκάδες πολύχρωμα κεράκια καὶ στὸ φῶς τους οἱ βελόνες τοῦ δέντρου
ἔλαμπαν. Γιρλάντες ἁπλώνονταν μὲ χάρη στὰ κλαριὰ καὶ χρωματιστὲς μπαλίτσες ἰρίδιζαν
στὸ μισόφωτο. Ἐδῶ κι ἐκεῖ μικρὰ δωράκια, τυλιγμένα σὲ γυαλιστερὸ χριστουγεννιάτικο
χαρτί, περίμεναν νὰ ἁπλώσεις τὸ χέρι καὶ νὰ τὰ πάρεις... Μὰ σὰν ἔσβησε τὸ σπίρτο,
χάθηκε μονομιᾶς ὅλη τούτη ἡ ὀμορφιά.
Τὸ κοριτσάκι δὲν ἄντεξε. Πῆρε ὅλα τὰ σπίρτα ἀπὸ τὴν ποδιά της καὶ ἕνα ἕνα ἄρχισε
νὰ τὰ ἀνάβει. Τότε, τὰ ἀναμμένα ξυλάκια ξέφυγαν ἀπὸ τὰ παγωμένα δάχτυλά της, τινάχτηκαν
στὸ νυχτερινὸ ἀγέρα καὶ ἄρχισαν νὰ διαγράφουν μικρὲς φωτεινὲς τροχιές, ποὺ σπίθιζαν
σὰν πυροτεχνήματα ἢ σὰν ἀναρίθμητα ἀστεράκια στὴν οὐρὰ ἑνὸς τεράστιου κομήτη. Καὶ
σὲ λίγο ὁ κομήτης ἦρθε καὶ καρφώθηκε στὸ βελούδινο οὐρανό, πελώριος, ὁλόφωτος, ἐκτυφλωτικός...
Ὥσπου τὸ πελώριο ἀστέρι σιγὰ-σιγὰ μεταμορφώθηκε. Τὸ ἐκτυφλωτικὸ φῶς τοῦ γέμισε
σκιὲς ποὺ πῆραν σχῆμα καὶ μορφὴ καὶ ξαφνικὰ ὁ κομήτης ἄλλαξε ὄψη καὶ ἔγινε μία γριούλα
μὲ τρυφερὸ πρόσωπο καὶ ζεστὸ χαμόγελο, μὲ γελαστὰ μάτια καὶ μία ὀρθάνοιχτη στοργικὴ
ἀγκαλιά. «Γιαγιά!» ψιθύρισε ἐκστατικὴ ἡ μικρούλα, ἀναγνωρίζοντας τὴ σεβάσμια γυναίκα.
«Πολυαγαπημένη μου, γλυκιὰ γιαγιούλα! Ἐσὺ εἶσαι, ποὺ μοῦ ἕψηνες πίτες καὶ χίλιες
ἄλλες λιχουδιές, ποὺ μοῦ σιγοτραγουδοῦσες νανουρίσματα καὶ μὲ κοίμιζες μὲ παραμύθια
γιὰ νεράιδες καὶ ξωτικά, ποὺ μὲ σκέπαζες στοργικὰ κι ἕγιανες τὸ λαβωμένο γόνατό
μου! Μὴ μὲ ἀφήσεις μόνη ἄλλο πιά. Πάρε με κοντά σου!».
Καὶ ἡ γιαγιά, σὰν ὅλες τὶς γιαγιάδες τοῦ κόσμου, ἄνοιξε τὴ ζεστὴ ἀγκαλιά της
κι ἔκλεισε μέσα σφιχτά τη μονάκριβη ἐγγόνα της. Καὶ ὅπως τὴ γλυκοφιλοῦσε, τὴν πῆρε
καὶ πέταξαν ψηλὰ στὰ οὐράνια, πάνω στὰ σπίτια καὶ στὰ δέντρα. «Κοίτα!» εἶπε ἡ γιαγιά.
«Κάθε σπιτικὸ εἶναι καὶ μία οἰκογένεια καὶ τὸ κάθε παραθύρι φωτίζει ὄχι τὸ φῶς μιᾶς
λάμπας, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη ποὺ ἑνώνει τὴν οἰκογένεια. Μὲ τὴν ἀγάπη μπορεῖς νὰ φωτίσεις
καὶ νὰ ζεστάνεις τὸν κόσμο ὅλο! Μὴ διώξεις ποτὲ τὴν καλωσύνη ἀπὸ τὴν καρδιά σου
καὶ τότε θὰ βρίσκεις, μὰ καὶ θὰ χαρίζεις πάντα τὴν ἀγάπη».
Σὰν ξημέρωσε ἡ Πρωτοχρονιά, οἱ περαστικοὶ εἶδαν ἀπορημένοι μία γλυκιὰ φτωχοντυμένη
παιδούλα νὰ κοιμᾶται γαλήνια στὸ πλατύσκαλο ἑνὸς σπιτιοῦ ἐπάνω στὸ χιόνι, τριγυρισμένη
ἀπὸ ἀναρίθμητα καμένα σπίρτα. Καὶ σὰν ἄνοιξε ἡ ἐξώθυρα καὶ βγῆκαν οἱ νοικοκυραῖοι
τοῦ σπιτιοῦ, συγκινήθηκαν. Ἄνοιξαν ὀρθάνοιχτη τὴν ἀγκαλιά τους καὶ πῆραν κοντὰ τοὺς
τὸ κοριτσάκι μὲ τὰ σπίρτα καὶ μαζὶ τὸ φτωχὸ ἀδέσποτο σκυλάκι. Καὶ στὸ σπιτικὸ αὐτὸ
δὲν ἔπαψε ποτὲ νὰ βασιλεύει ἡ ἀγάπη, ποὺ ζέσταινε καὶ φώτιζε ὅλους γύρω.
Χὰνς Κρίστιαν Ἄντερσεν - Τὸ κοριτσάκι μὲ τὰ σπίρτα
Ἦταν Δεκέμβριος, ἡ τελευταία ἡμέρα τοῦ χρόνου. Χιόνιζε ἀσταμάτητα καὶ ἡ μεγάλη
πόλη εἶχε σκεπαστεῖ μὲ ἕνα κατάλευκο πέπλο, ἐνῶ τὸ σούρουπο ἔπεφτε μουντό. Στοὺς
χιονισμένους δρόμους, χαρούμενοι διαβάτες βάδιζαν βιαστικά, φορτωμένοι μὲ φανταχτερὰ
πακέτα καὶ δῶρα. Μὰ κανεὶς δὲν ἔδινε σημασία στὸ κοριτσάκι μὲ τὰ σπίρτα! Ἄδικα ἡ
μικρὴ ὀρφανὴ διαλαλοῦσε τὴ φτωχικὴ πραμάτεια της καὶ σίμωνε δειλὰ τοὺς περαστικούς,
ζητώντας μὲ σβησμένη φωνὴ νὰ ἀγοράσουν ἕνα κουτὶ σπίρτα. Ἄδικα ψιθύριζε ἀχνὰ πὼς
δὲν ζητιάνευε, πῶς πουλοῦσε σπίρτα γιὰ νὰ ζήσει, ἀφοῦ δὲν εἶχε κανένα στὸν κόσμο.
Δὲν εἶχαν ὥρα γιὰ μία πλανόδια πωλήτρια. Νύχτωνε καὶ ὅλοι βιάζονταν νὰ ἐπιστρέψουν
στὰ ζεστά τους σπίτια, στὴν οἰκογενειακὴ θαλπωρή, στὸ γιορτινὸ τραπέζι μὲ τὶς χίλιες
λιχουδιές, στὸ καταστόλιστο χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Οἱ διαβάτες, τυλιγμένοι στὰ ζεστὰ πανωφόρια τους, μὲ τὰ μάλλινα καπέλα κατεβασμένα
ὡς τὰ αὐτιὰ καὶ τὶς ἐσάρπες γύρω ἀπὸ τὸ λαιμό, ἔτρεχαν κρατώντας πακέτα στὰ γαντοφορεμένα
τους χέρια, ἐνῶ ἡ ζεστὴ ἀνάσα τους ἄχνιζε στὸν παγωμένο ἀγέρα. Οἱ καρότσες περνοῦσαν
βιαστικὰ καὶ οἱ ρόδες τους ἄφηναν βαθιὲς αὐλακιὲς στὸ χιονισμένο δρόμο. Τὰ ἄλογα
ρουθούνιζαν καλπάζοντας ρυθμικὰ πάνω στὸ λιθόστρωτο καὶ τὰ πέταλά τους τίναζαν λάσπη
καὶ μισολειωμένο χιόνι.
Ξαφνικά, μιὰ ἅμαξα πέρασε τόσο γρήγορα ποὺ ἡ μικρούλα μόλις ποὺ πρόλαβε νὰ τραβηχτεῖ
στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου. Καὶ ὅπως ἡ παιδούλα γλιστροῦσε στὸ χιόνι, τὸ ἕνα της ξύλινο
τσόκαρο τινάχτηκε πέρα μακριά, ἐνῶ τὰ σπίρτα ξέφυγαν ἀπὸ τὴν ποδιά της καὶ σκορπίστηκαν
δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ στὸν ὑγρὸ δρόμο.
Τὸ κοριτσάκι γονάτισε στὸ χιόνι καὶ ἄρχισε νὰ μαζεύει ἕνα-ἕνα τὰ μουσκεμένα σπίρτα.
Αὐτὰ ἦταν ὅλο τὸ βιὸς καὶ ὅλος ὁ κόσμος της. Γονεῖς, σπίτι, οἰκογένεια δὲν ἦταν
παρὰ μία μακρινὴ ἀνάμνηση γιὰ τὴ φτωχὴ ὀρφανή. Μόνη της περιουσία, τὰ νοτισμένα
ἀπὸ τὸ χιόνι ξυλάκια, τὰ μουσκεμένα σπίρτα.
Τρέμοντας ἀπὸ τὸ κρύο μέσα στὰ φθαρμένα ρουχαλάκια της, μὲ τὰ ποδαράκια γυμνὰ
μέσα στὸ χιόνι, ἡ μικρούλα μάζευε μὲ τὰ ξυλιασμένα ἀπὸ τὸ κρύο χεράκια ἕνα-ἕνα τὰ
σπίρτα καὶ τὰ ξανάχωνε προσεκτικὰ στὸν κόρφο της. Τὸ χιόνι ἔπεφτε πυκνὸ πάνω στὰ
ἁπαλὰ μαλλάκια, βρέχοντας τὶς πυρόξανθες μποῦκλες ποὺ κολλοῦσαν στὸ ὠχρὸ προσωπάκι
της.
Καὶ ὅπως μάζευε βιαστικὰ τὰ σπίρτα, ἕνα ἀγόρι κουκουλωμένο ζεστά, πέρασε σιμά,
εἶδε τὸ ξύλινο τσόκαρο, ἔσκυψε, τὸ πῆρε καὶ ἔφυγε γοργά, πρὶν ἡ μικρούλα προλάβει
νὰ μιλήσει.
Ἀναστενάζοντας ἀπογοητευμένη, ἡ μικρούλα με τὰ σπίρτα ἀνασηκώθηκε καὶ ξαναπῆρε
τὴ στράτα, σέρνοντας βαριὰ τὰ βήματά της. Ἔνιωθε πιὰ βασανιστικὰ τὸ κρύο, τὴν κούραση,
τὴν πείνα, μὰ δὲν εἶχε πουλήσει οὔτε ἕνα κουτὶ σπίρτα ἀπὸ τὸ πρωί. Πῶς νὰ γυρίσει
νηστική, χωρὶς οὔτε ἕνα ξεροκόμματο, πίσω στὴν παγωμένη τρώγλη;
Ἀλλὰ πάλι, ποιὸς θὰ ἀγόραζε σπίρτα τὴ νύχτα τῆς παραμονῆς τῆς Πρωτοχρονιᾶς; Ὅλοι
εἶχαν τὰ πάντα περισσά. Οἱ δρόμοι εἶχαν τώρα ἐρημώσει. Ἀπὸ τὶς σφαλιστὲς ἐξώθυρες
ἀκούγονταν κάλαντα, τραγούδια καὶ γέλια καὶ πίσω ἀπὸ τὰ φωτισμένα παράθυρα φάνταζαν
πανέμορφα τὰ στολισμένα δέντρα.
Τὸ κοριτσάκι προχώρησε στὴ γωνιὰ τοῦ δρόμου καί, μαγεμένη λές, κοντοστάθηκε κάτω
ἀπὸ τὸν ἀναμμένο φανοστάτη. Ἀπὸ τὸ παράθυρο κάποιου σπιτιοῦ ἔβλεπε ἕνα δωμάτιο μὲ
χριστουγεννιάτικες γιρλάντες καὶ στολίδια καὶ μία τρυφερὴ μανούλα νὰ ταΐζει μὲ στοργὴ
καὶ ἀπέραντη ἀγάπη τὴν κορούλα της.
Τὰ ματάκια της βούρκωσαν. Ἀποκαμωμένη καὶ μελαγχολικὴ κούρνιασε στὸ πλατύσκαλο
τῆς βαριᾶς πόρτας, ποὺ τὴ στόλιζαν στεφάνια καὶ γιρλάντες ἀπὸ γκὶ καὶ οὔ. Τότε κοντοζύγωσε
δειλὰ ἕνα ἀδέσποτο σκυλάκι. Ἡ καρδιὰ τῆς μικρῆς σπάραξε. Δὲν εἶχε τίποτε νὰ τὸ φιλέψει,
οὔτε μία μπουκιὰ φαγητὸ νὰ μοιραστεῖ μαζί του. Μόνο χάδια μποροῦσε νὰ τοῦ δώσει
καὶ λόγια παρηγοριᾶς. Ἡ ὥρα περνοῦσε καὶ τὸ κρύο γινόταν ὅλο καὶ πιὸ διαπεραστικό.
Κανεὶς δὲν θὰ ἀγόραζε πιὰ σπίρτα. Ἂν ἄναβε ἕνα, ἕνα μονάχα, γιὰ νὰ ζεστάνει στὴ
φλογίτσα του τὰ ξυλιασμένα δάχτυλά της;
Καθὼς ἄναψε τὸ σπίρτο, μὲ τὰ μάτια τῆς φαντασίας της ἡ μικρούλα εἶδε μὲς στὴ
λάμψη του, μιὰ εἰκόνα γεμάτη ὀμορφιά, ζεστασιὰ τρυφερότητα καὶ εὐτυχία.
Καταμεσῆς τοῦ δρόμου, λέει, ἀνάμεσα στὰ ψηλὰ σπίτια μὲ τὶς χιονισμένες στέγες
καὶ τὶς καμινάδες ποὺ καπνίζουν, ἔστεκε ζεστὴ καὶ πυρακτωμένη μία ἀναμμένη σόμπα
ἀπὸ μαῦρο μαντέμι. Οἱ φλόγες φάνταζαν κατακόκκινες καὶ πελώριες μέσα ἀπὸ τὴ μισάνοιχτη
πορτούλα καὶ μία τσαγιέρα μὲ εὐωδιαστὸ τσάι ἄχνιζε στὴ φωτιά, ἐνῶ μία τρυφερὴ γατούλα
μισοκοιμόταν γουργουρίζοντας πάνω στὸ μαλακὸ χαλάκι. Ὕστερα ἡ φλόγα τοῦ σπίρτου
τρεμόπαιξε κι ἔσβησε. Ἡ μικρούλα δὲν δίστασε διόλου. Πῆρε ἕνα δεύτερο σπίρτο, τὸ
ἔτριψε μὲ δύναμη καὶ στὰ μαγεμένα μάτια της παρουσιάστηκε ἕνα πλούσια στρωμένο γιορτινὸ
τραπέζι. Πάνω στὸ φρεσκοσιδερωμένο κεντητὸ λινὸ τραπεζομάντηλο, ἡ ροδοκόκκινη καλοψημένη
γαλοπούλα εὐωδίαζε στὴν πιατέλα, ἡ σούπα ἄχνιζε στὴ σουπιέρα καὶ τὰ ἀφρᾶτα ψωμάκια
μοσχομύριζαν γλυκάνισο καὶ μυρωδικά.
Στὸ φῶς τοῦ φανοστάτη τοῦ γκαζιοῦ οἱ κοῦπες μὲ τὰ γλυκίσματα γίνονταν ἀκόμα πιὸ
λαχταριστές, ἐνῶ κάπου ἀπὸ τὸ βάθος ἔφθανε λιγωτικὴ ἡ εὐωδιὰ ἀπὸ τὰ τσουρέκια. Ὥσπου
ἡ φλογίτσα ἔσβησε ἤρεμα καὶ τὸ ξυλάκι στὸ παγωμένο χέρι τῆς μικρούλας ἀπέμεινε μαῦρο,
καρβουνιασμένο.
Χωρὶς χρονοτριβή, τὸ κοριτσάκι πῆρε ἕνα ἀκόμα σπίρτο καὶ τὸ ἄναψε μὲ λαχτάρα.
Καὶ ἡ μαγική του φλόγα φώτισε γιὰ λίγο ἄλλη μιὰ ὀπτασία. Στὴν ἔρημη πλατεία τῆς
πόλης ὑψώθηκε ξαφνικὰ ἕνα τεράστιο καταπράσινο καὶ φουντωτὸ ἔλατο. Ἐπάνω στὰ κλωνιά
του ἄστραφταν δεκάδες πολύχρωμα κεράκια καὶ στὸ φῶς τους οἱ βελόνες τοῦ δέντρου
ἔλαμπαν. Γιρλάντες ἁπλώνονταν μὲ χάρη στὰ κλαριὰ καὶ χρωματιστὲς μπαλίτσες ἰρίδιζαν
στὸ μισόφωτο. Ἐδῶ κι ἐκεῖ μικρὰ δωράκια, τυλιγμένα σὲ γυαλιστερὸ χριστουγεννιάτικο
χαρτί, περίμεναν νὰ ἁπλώσεις τὸ χέρι καὶ νὰ τὰ πάρεις... Μὰ σὰν ἔσβησε τὸ σπίρτο,
χάθηκε μονομιᾶς ὅλη τούτη ἡ ὀμορφιά.
Τὸ κοριτσάκι δὲν ἄντεξε. Πῆρε ὅλα τὰ σπίρτα ἀπὸ τὴν ποδιά της καὶ ἕνα ἕνα ἄρχισε
νὰ τὰ ἀνάβει. Τότε, τὰ ἀναμμένα ξυλάκια ξέφυγαν ἀπὸ τὰ παγωμένα δάχτυλά της, τινάχτηκαν
στὸ νυχτερινὸ ἀγέρα καὶ ἄρχισαν νὰ διαγράφουν μικρὲς φωτεινὲς τροχιές, ποὺ σπίθιζαν
σὰν πυροτεχνήματα ἢ σὰν ἀναρίθμητα ἀστεράκια στὴν οὐρὰ ἑνὸς τεράστιου κομήτη. Καὶ
σὲ λίγο ὁ κομήτης ἦρθε καὶ καρφώθηκε στὸ βελούδινο οὐρανό, πελώριος, ὁλόφωτος, ἐκτυφλωτικός...
Ὥσπου τὸ πελώριο ἀστέρι σιγὰ-σιγὰ μεταμορφώθηκε. Τὸ ἐκτυφλωτικὸ φῶς τοῦ γέμισε
σκιὲς ποὺ πῆραν σχῆμα καὶ μορφὴ καὶ ξαφνικὰ ὁ κομήτης ἄλλαξε ὄψη καὶ ἔγινε μία γριούλα
μὲ τρυφερὸ πρόσωπο καὶ ζεστὸ χαμόγελο, μὲ γελαστὰ μάτια καὶ μία ὀρθάνοιχτη στοργικὴ
ἀγκαλιά. «Γιαγιά!» ψιθύρισε ἐκστατικὴ ἡ μικρούλα, ἀναγνωρίζοντας τὴ σεβάσμια γυναίκα.
«Πολυαγαπημένη μου, γλυκιὰ γιαγιούλα! Ἐσὺ εἶσαι, ποὺ μοῦ ἕψηνες πίτες καὶ χίλιες
ἄλλες λιχουδιές, ποὺ μοῦ σιγοτραγουδοῦσες νανουρίσματα καὶ μὲ κοίμιζες μὲ παραμύθια
γιὰ νεράιδες καὶ ξωτικά, ποὺ μὲ σκέπαζες στοργικὰ κι ἕγιανες τὸ λαβωμένο γόνατό
μου! Μὴ μὲ ἀφήσεις μόνη ἄλλο πιά. Πάρε με κοντά σου!».
Καὶ ἡ γιαγιά, σὰν ὅλες τὶς γιαγιάδες τοῦ κόσμου, ἄνοιξε τὴ ζεστὴ ἀγκαλιά της
κι ἔκλεισε μέσα σφιχτά τη μονάκριβη ἐγγόνα της. Καὶ ὅπως τὴ γλυκοφιλοῦσε, τὴν πῆρε
καὶ πέταξαν ψηλὰ στὰ οὐράνια, πάνω στὰ σπίτια καὶ στὰ δέντρα. «Κοίτα!» εἶπε ἡ γιαγιά.
«Κάθε σπιτικὸ εἶναι καὶ μία οἰκογένεια καὶ τὸ κάθε παραθύρι φωτίζει ὄχι τὸ φῶς μιᾶς
λάμπας, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη ποὺ ἑνώνει τὴν οἰκογένεια. Μὲ τὴν ἀγάπη μπορεῖς νὰ φωτίσεις
καὶ νὰ ζεστάνεις τὸν κόσμο ὅλο! Μὴ διώξεις ποτὲ τὴν καλωσύνη ἀπὸ τὴν καρδιά σου
καὶ τότε θὰ βρίσκεις, μὰ καὶ θὰ χαρίζεις πάντα τὴν ἀγάπη».
Σὰν ξημέρωσε ἡ Πρωτοχρονιά, οἱ περαστικοὶ εἶδαν ἀπορημένοι μία γλυκιὰ φτωχοντυμένη
παιδούλα νὰ κοιμᾶται γαλήνια στὸ πλατύσκαλο ἑνὸς σπιτιοῦ ἐπάνω στὸ χιόνι, τριγυρισμένη
ἀπὸ ἀναρίθμητα καμένα σπίρτα. Καὶ σὰν ἄνοιξε ἡ ἐξώθυρα καὶ βγῆκαν οἱ νοικοκυραῖοι
τοῦ σπιτιοῦ, συγκινήθηκαν. Ἄνοιξαν ὀρθάνοιχτη τὴν ἀγκαλιά τους καὶ πῆραν κοντὰ τοὺς
τὸ κοριτσάκι μὲ τὰ σπίρτα καὶ μαζὶ τὸ φτωχὸ ἀδέσποτο σκυλάκι. Καὶ στὸ σπιτικὸ αὐτὸ
δὲν ἔπαψε ποτὲ νὰ βασιλεύει ἡ ἀγάπη, ποὺ ζέσταινε καὶ φώτιζε ὅλους γύρω.
Έχει επεξεργασθεί από τον/την Admin στις Τετ Δεκ 24, 2008 5:47 pm, 2 φορές συνολικά
Admin- Admin
- Αριθμός μηνυμάτων : 1288
Ηλικία : 54
Τόπος : Athens
Registration date : 17/02/2008
Character sheet
castle:
(0/0)
Απ: το κοριτσακι με τα σπιρτα
και μια παραλλαγη ..
***************************************
Το κρύο ήταν δεδομένο. Το κλίμα ήταν διαφορετικό τα
τελευταία χρόνια. Το κοριτσάκι δεν το
πρόσεχε, μεγάλωσε στη μεζονέτα της Εταιρίας σε ένα απροσδιόριστο, πάντως
βόρειο,
προάστιο. Ηταν όπως όλα τα κοριτσάκια του προαστίου: λεπτό, περιποιημένο, με το
καθωσπρέπει σχολείο του και τις μόνιμες καλοκαιρινές παρέες του εξοχικού.
Κινούταν εκεί
που πρέπει να σε βλέπουν, εκεί που φωτογραφίζονταν οι άνθρωποι των Ειδήσεων.
Δεν
έκανε θόρυβο, δεν ήταν ποτέ διαχυτικό, ήταν πάντα καλό και ευγενικό. Τελείωσε
"μια
σχολή" και βρέθηκε στην αγορά εργασίας με μια γνωριμία του μπαμπά. Δεν τη
χρειαζόταν,
απλά έγινε και μάλιστα ο μπαμπάς εκτός από τη θυγατέρα, έκανε μεγαλύτερη χάρη
στην
εταιρία όπου αυτή τοποθετήθηκε.
Τα χρόνια πέρασαν και οι τίτλοι μεγάλωναν. Executive secretary, account
executive, junior
pre-sales consultant, account manager, business and finance consultant, senior
account
executive και άλλοι πολλοί που δεν τους θυμάται πια. Το μέλλον στην Εταιρία
φαίνονταν
λαμπρό. Δεν είχε καταλάβει ποτέ τι ακριβώς ήταν που έκανε η εταιρία, αλλά
πάντως το
μέλλον που της προσέφερε φαίνονταν καλό, αυτό το έλεγαν και άλλοι. Η οσμή της
επιτυχίας
ήταν παντού: στο σκι, στο club, στο prive, παντού. Επρόκειτο για το κοριτσάκι
με τις επιτυχίες
και όχι για το κοριτσάκι με σπίρτα. Ομως, το παραμύθι του μελλοντικού
παρελθόντος μας
δυστυχώς δεν έχει happy end.
Το κρύο εκτός από δεδομένο ήταν και αντιληπτό. Οι δρόμοι του προαστίου θύμιζαν
τους
δρόμους της Μητρόπολης. Κρύοι, σκληροί, και με πολλές αντιθέσεις: Από τη μία οι
φωταγωγημένες βιτρίνες με μεγάλες φίρμες, τις ίδιες φίρμες του ίδιου
πολιτισμού. Σύμβολα
επιτυχίας, απαραίτητες συσκευές, εορταστικές προσφορές και κλίμα που σε κάνει
να χαίρεσαι
που υπάρχεις. Από την άλλη, τα Ερείπια της κάποιας Κατάρρευσης, οι παγωμένοι
δρόμοι, η
σκιά της φωταγώγησης και όλες οι ζωές δεύτερης κατηγορίας που το κοριτσάκι δεν
ήξερε ότι
κρύβονται στη σκιά εκείνη.
Ηταν, όμως, γεγονός: το κοριτσάκι ήδη βρίσκονταν ανάμεσα στις Νέες Σκιές των
Νέων
Πραγμάτων. Το τι μεσολάβησε είναι αδιάφορο. Ισως να ήταν η Συγχώνευση, ίσως η
Εξαγορά,
ίσως τα καλύτερα logistics των Παραγωγών, ίσως η έλλειψη ετοιμότητας της Αγοράς
μια
κάποια δεδομένη στιγμή, ίσως η Μεγάλη Επιχείρηση Ελευθερίας που είχε γίνει στις
χώρες
των Τρομοκρατών και των Απολίτιστων. Αδιάφορο. Αυτό που την απασχολούσε τη
στιγμή
εκείνη ήταν το κρύο ανάμεσα στις Νέες Σκιές των Νέων Πραγμάτων. Ηταν ώρα να
βρει κάπου
τα σπίρτα, για να δικαιώσει το ρόλο της στην αυθαίρετη - ποιητική αδεία -
μεταφορά του
παραμυθιού μας. Τα σπίρτα, λοιπόν, θα τα έψαχνε στις αναμνήσεις της. Ισως εκεί
να υπήρχε
κάτι που θα μπορούσε να τη ζεστάνει. Αν όχι να τη ζεστάνει, τουλάχιστον να τη
φωτίσει να
δει μέσα στη Νέα Σκιά των Νέων Πραγμάτων.
Ετσι, σε μια γωνία εκτός των "spots to be seen in" του προαστίου, το
κοριτσάκι άρχισε να
ανάβει μία-μία τις αναμνήσεις της. Θυμήθηκε τον παππού της, εκείνον τον γραφικό
τύπο που
κατασκεύαζε κάτι με τα χέρια του και επέμενε να το πουλήσει για να ζήσει. Ο
πατέρας της
πάντα τον χαρακτήριζε απολίθωμα μιας άλλης εποχής, όμως ο παππούς δεν έδινε
σημασία.
Είχε εκείνη την άλλη λάμψη στο βλέμμα του κάθε φορά που μιλούσε για τη δουλειά
του, τη
δουλειά του που μεγάλωσε τον Σύγχρονο πατέρα της και που του έδωσε τις βάσεις
και τη
γνώση να γίνει το στέλεχος που έγινε στα Νέα Πράγματα. Αυτή η λάμψη ζέστανε για
λίγο την
ύπαρξή της και μετά έσβησε, όπως το σπίρτο του παραμυθιού.
Η επόμενη ανάμνηση βρέθηκε να φωτίζει τη δεκαετία του 80 του όχι πολύ
περασμένου αλλά
τόσο μακρινού 20ου αιώνα. Ηταν η ανάμνηση των "επιδοτήσεων", των
"προβληματικών", των
"ΜΟΠ", του "δώστα όλα" και της γενικευμένης ευδαιμονίας.
Ηταν ζεστή εκείνη η ανάμνηση.
Οταν το ξανασκεφτόταν δεν μπορούσε με τίποτε να καταλάβει εκείνη την ευδαιμονία
ούτε να
δικαιολογήσει τη ζεστασιά της. Ομως και η αίσθηση και η ζεστασιά ήταν εκεί. Στα
σπίτια και τα
αυτοκίνητα που άλλαζε η οικογένειά της οδεύοντας προς το Προάστιο της
Επιτυχίας, στο
ιδιωτικό της σχολείο. Το σπίρτο της ανάμνησης έσβησε και το κρύο του
μελλοντικού της
παρόντος έγινε και πάλι αντιληπτό. Το τοπίο της Νέας Σκιάς των νέων πραγμάτων
δεν ήταν
όσο έρημο πίστευε. Αραγε, είχαν και οι άλλοι τα δικά τους σπίρτα των δικών τους
αναμνήσεων;
Η τελευταία αυτή σκέψη έφυγε όσο γρήγορα ήρθε. Οι Αλλοι ήταν πάντα μόνο το
"décor" της
επιτυχίας, ποτέ δεν την ενδιέφεραν πραγματικά, γιατί να την ενδιαφέρουν τώρα;
Ετσι άναψε το
επόμενο σπίρτο. Ηταν το σπίρτο των "πακέτων". Των
"πακέτων", που διαδέχονταν το ένα το
άλλο αλλάζοντας ονόματα και διαχειριστές και που πάντα ζέσταιναν την Επιτυχία
της. Η
κατεύθυνση των ελπίδων της καθορίζονταν από τις προδιαγραφές των
"πακέτων". Το ίδιο και
τα κριτήρια επικαιρότητας του ίδιου του είναι της. Ηταν ζεστή η αίσθηση των
πακέτων. Μπορεί
να τραβούσαν το δικό τους δρόμο, τον τραβούσαν, όμως, παρέχοντας απλόχερα
ζεστασιά
ακόμη και τώρα, που ήταν ανάμνηση. Οι Διαδικασίες άλλαζαν αλλά τα
"πακέτα" ήταν πάντα
εκεί. Τα Έργα ανατίθεντο, τελεσφορούσαν, και πάντα, μα πάντα, είχαν ως
αποτέλεσμα ένα
σωρό παραδοτέα που θα θεράπευαν όλα τα εναπομείναντα προβλήματα: την
ανταγωνιστικότητα, τη μόλυνση του περιβάλλοντος, την υγεία, την παιδεία. Ηταν
"ζεστά"
εκείνα τα παραδοτέα και η ανάμνηση της ζεστασιάς τους είναι πάντα ζωντανή.
Κάπου στην πορεία έχασε το μέτρημα. Πόσα να ήταν τα "πακέτα"; Δύο,
τρία, τέσσερα, ποιος
να θυμάται; Ισως να θυμούνται οι Διαχειριστές, ίσως τα Ολοκληρωμένα Συστήματα
Διαχείρισης, ίσως πάλι, να θυμούνται τα ίδια τα Παραδοτέα. Τι σημασία είχε,
εξάλλου; Τα
"πακέτα" δεν ήταν πια εκεί, ήταν μόνο η ανάμνηση της ζεστασιάς τους
και τη στιγμή εκείνη
αυτό ήταν που μετρούσε. Ηταν η ώρα για το επόμενο σπίρτο. Σωστά μαντέψατε, ήταν
το σπίρτο
του 99. Το σπίρτο που θα μπορούσε ακόμη να ζεσταίνει όχι μόνο την ψυχή της αλλά
και την
ίδια στη Μεζονέτα της Επιτυχίας. Μόνο που η αφελής απληστία που τότε την έλεγαν
επενδυτική πολιτική είχε άλλη γνώμη και οι πάλαι ποτέ προτρέποντες πάντας προς
επενδύσεις, είχαν αλλάξει χαρτοφυλάκιο. Ετσι, θυμήθηκε πως το σπίρτο του 99
είχε
ολοσχερώς σβήσει το 2002 και μαζί του είχε πάρει πολλή από τη ζεστασιά που τότε
πίστευε
πως για πάντα θα της ανήκει.
Τα βήματα της μέσα στη Νέα Σκιά είχαν αρχίσει να γίνονται όλο και πιο αργά. Ηταν
τότε που
κατάλαβε ότι δεν είχε πολλά σπίρτα στην τσέπη της ψυχής της. Αναψε βιαστικά το
σπίρτο των
Μεγάλων Εργων, μετά το σπίρτο των Επιχειρησιακών Προγραμμάτων, μετά της
Κτηματαγοράς,
μετά των Τραπεζικών Δανείων, μετά εκείνο της Διεύρυνσης, μετά εκείνο του 2004.
Τίποτε. Η
ζέστη που της προσέφεραν ήταν όλο και πιο λίγη. Δεν ήταν μόνο η αίσθηση ότι τα
σπίρτα
τελειώνουν, ήταν και μια άλλη αίσθηση, την οποία ίσως για πρώτη φορά μπορούσε
να
αναγνωρίσει: ήταν η αίσθηση του Κενού. Του δικού της κενού, αλλά και του κενού
που όλα
αυτά τα χρόνια περικύκλωνε αυτό που αντιλαμβάνονταν ως ζωτικό της χώρο. Πώς και
δεν το
είδε κανείς; Τι να λένε τώρα γι' αυτό το κενό οι "δόλιοι
κυβερνώντες"; Αραγε, το βλέπουν και
οι άλλοι που πέρασαν στη Νέα Σκιά;
Η αίσθηση του χώρου και του χρόνου χάθηκε. Ολα τα σπίρτα της έγιναν μια μικρή
στιγμή μιας
αιωνιότητας που δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί. Βρέθηκε έξω από την Ιστορία και
μπορούσε να τη δει ξεκάθαρα. Ηταν ελεύθερη. Μπορούσε πια να φτιάξει τα δικά της
σπίρτα.
Μπορούσε να γεννήσει τα παιδιά που δεν πρόλαβε, να βρει τον σύντροφό της έξω
από τα
περιοδικά του life style, να δει τη φύση έξω από τα spa της πλαστικής της
ευδαιμονίας.
Μπορούσε να κάνει τόσα πράγματα... Ηταν αυτή η αίσθηση με την οποία το δικό μας
κοριτσάκι
με τα δικά μας σπίρτα, αποκοιμήθηκε κάπου στη Νέα Σκιά των Νέων Πραγμάτων, ίσως
στο
δρόμο για το κοριτσάκι του κλασικού παραμυθιού, ίσως πάλι όχι.
Β.Βεσκούκης
πηγη http://www.neomag.gr
***************************************
Το κρύο ήταν δεδομένο. Το κλίμα ήταν διαφορετικό τα
τελευταία χρόνια. Το κοριτσάκι δεν το
πρόσεχε, μεγάλωσε στη μεζονέτα της Εταιρίας σε ένα απροσδιόριστο, πάντως
βόρειο,
προάστιο. Ηταν όπως όλα τα κοριτσάκια του προαστίου: λεπτό, περιποιημένο, με το
καθωσπρέπει σχολείο του και τις μόνιμες καλοκαιρινές παρέες του εξοχικού.
Κινούταν εκεί
που πρέπει να σε βλέπουν, εκεί που φωτογραφίζονταν οι άνθρωποι των Ειδήσεων.
Δεν
έκανε θόρυβο, δεν ήταν ποτέ διαχυτικό, ήταν πάντα καλό και ευγενικό. Τελείωσε
"μια
σχολή" και βρέθηκε στην αγορά εργασίας με μια γνωριμία του μπαμπά. Δεν τη
χρειαζόταν,
απλά έγινε και μάλιστα ο μπαμπάς εκτός από τη θυγατέρα, έκανε μεγαλύτερη χάρη
στην
εταιρία όπου αυτή τοποθετήθηκε.
Τα χρόνια πέρασαν και οι τίτλοι μεγάλωναν. Executive secretary, account
executive, junior
pre-sales consultant, account manager, business and finance consultant, senior
account
executive και άλλοι πολλοί που δεν τους θυμάται πια. Το μέλλον στην Εταιρία
φαίνονταν
λαμπρό. Δεν είχε καταλάβει ποτέ τι ακριβώς ήταν που έκανε η εταιρία, αλλά
πάντως το
μέλλον που της προσέφερε φαίνονταν καλό, αυτό το έλεγαν και άλλοι. Η οσμή της
επιτυχίας
ήταν παντού: στο σκι, στο club, στο prive, παντού. Επρόκειτο για το κοριτσάκι
με τις επιτυχίες
και όχι για το κοριτσάκι με σπίρτα. Ομως, το παραμύθι του μελλοντικού
παρελθόντος μας
δυστυχώς δεν έχει happy end.
Το κρύο εκτός από δεδομένο ήταν και αντιληπτό. Οι δρόμοι του προαστίου θύμιζαν
τους
δρόμους της Μητρόπολης. Κρύοι, σκληροί, και με πολλές αντιθέσεις: Από τη μία οι
φωταγωγημένες βιτρίνες με μεγάλες φίρμες, τις ίδιες φίρμες του ίδιου
πολιτισμού. Σύμβολα
επιτυχίας, απαραίτητες συσκευές, εορταστικές προσφορές και κλίμα που σε κάνει
να χαίρεσαι
που υπάρχεις. Από την άλλη, τα Ερείπια της κάποιας Κατάρρευσης, οι παγωμένοι
δρόμοι, η
σκιά της φωταγώγησης και όλες οι ζωές δεύτερης κατηγορίας που το κοριτσάκι δεν
ήξερε ότι
κρύβονται στη σκιά εκείνη.
Ηταν, όμως, γεγονός: το κοριτσάκι ήδη βρίσκονταν ανάμεσα στις Νέες Σκιές των
Νέων
Πραγμάτων. Το τι μεσολάβησε είναι αδιάφορο. Ισως να ήταν η Συγχώνευση, ίσως η
Εξαγορά,
ίσως τα καλύτερα logistics των Παραγωγών, ίσως η έλλειψη ετοιμότητας της Αγοράς
μια
κάποια δεδομένη στιγμή, ίσως η Μεγάλη Επιχείρηση Ελευθερίας που είχε γίνει στις
χώρες
των Τρομοκρατών και των Απολίτιστων. Αδιάφορο. Αυτό που την απασχολούσε τη
στιγμή
εκείνη ήταν το κρύο ανάμεσα στις Νέες Σκιές των Νέων Πραγμάτων. Ηταν ώρα να
βρει κάπου
τα σπίρτα, για να δικαιώσει το ρόλο της στην αυθαίρετη - ποιητική αδεία -
μεταφορά του
παραμυθιού μας. Τα σπίρτα, λοιπόν, θα τα έψαχνε στις αναμνήσεις της. Ισως εκεί
να υπήρχε
κάτι που θα μπορούσε να τη ζεστάνει. Αν όχι να τη ζεστάνει, τουλάχιστον να τη
φωτίσει να
δει μέσα στη Νέα Σκιά των Νέων Πραγμάτων.
Ετσι, σε μια γωνία εκτός των "spots to be seen in" του προαστίου, το
κοριτσάκι άρχισε να
ανάβει μία-μία τις αναμνήσεις της. Θυμήθηκε τον παππού της, εκείνον τον γραφικό
τύπο που
κατασκεύαζε κάτι με τα χέρια του και επέμενε να το πουλήσει για να ζήσει. Ο
πατέρας της
πάντα τον χαρακτήριζε απολίθωμα μιας άλλης εποχής, όμως ο παππούς δεν έδινε
σημασία.
Είχε εκείνη την άλλη λάμψη στο βλέμμα του κάθε φορά που μιλούσε για τη δουλειά
του, τη
δουλειά του που μεγάλωσε τον Σύγχρονο πατέρα της και που του έδωσε τις βάσεις
και τη
γνώση να γίνει το στέλεχος που έγινε στα Νέα Πράγματα. Αυτή η λάμψη ζέστανε για
λίγο την
ύπαρξή της και μετά έσβησε, όπως το σπίρτο του παραμυθιού.
Η επόμενη ανάμνηση βρέθηκε να φωτίζει τη δεκαετία του 80 του όχι πολύ
περασμένου αλλά
τόσο μακρινού 20ου αιώνα. Ηταν η ανάμνηση των "επιδοτήσεων", των
"προβληματικών", των
"ΜΟΠ", του "δώστα όλα" και της γενικευμένης ευδαιμονίας.
Ηταν ζεστή εκείνη η ανάμνηση.
Οταν το ξανασκεφτόταν δεν μπορούσε με τίποτε να καταλάβει εκείνη την ευδαιμονία
ούτε να
δικαιολογήσει τη ζεστασιά της. Ομως και η αίσθηση και η ζεστασιά ήταν εκεί. Στα
σπίτια και τα
αυτοκίνητα που άλλαζε η οικογένειά της οδεύοντας προς το Προάστιο της
Επιτυχίας, στο
ιδιωτικό της σχολείο. Το σπίρτο της ανάμνησης έσβησε και το κρύο του
μελλοντικού της
παρόντος έγινε και πάλι αντιληπτό. Το τοπίο της Νέας Σκιάς των νέων πραγμάτων
δεν ήταν
όσο έρημο πίστευε. Αραγε, είχαν και οι άλλοι τα δικά τους σπίρτα των δικών τους
αναμνήσεων;
Η τελευταία αυτή σκέψη έφυγε όσο γρήγορα ήρθε. Οι Αλλοι ήταν πάντα μόνο το
"décor" της
επιτυχίας, ποτέ δεν την ενδιέφεραν πραγματικά, γιατί να την ενδιαφέρουν τώρα;
Ετσι άναψε το
επόμενο σπίρτο. Ηταν το σπίρτο των "πακέτων". Των
"πακέτων", που διαδέχονταν το ένα το
άλλο αλλάζοντας ονόματα και διαχειριστές και που πάντα ζέσταιναν την Επιτυχία
της. Η
κατεύθυνση των ελπίδων της καθορίζονταν από τις προδιαγραφές των
"πακέτων". Το ίδιο και
τα κριτήρια επικαιρότητας του ίδιου του είναι της. Ηταν ζεστή η αίσθηση των
πακέτων. Μπορεί
να τραβούσαν το δικό τους δρόμο, τον τραβούσαν, όμως, παρέχοντας απλόχερα
ζεστασιά
ακόμη και τώρα, που ήταν ανάμνηση. Οι Διαδικασίες άλλαζαν αλλά τα
"πακέτα" ήταν πάντα
εκεί. Τα Έργα ανατίθεντο, τελεσφορούσαν, και πάντα, μα πάντα, είχαν ως
αποτέλεσμα ένα
σωρό παραδοτέα που θα θεράπευαν όλα τα εναπομείναντα προβλήματα: την
ανταγωνιστικότητα, τη μόλυνση του περιβάλλοντος, την υγεία, την παιδεία. Ηταν
"ζεστά"
εκείνα τα παραδοτέα και η ανάμνηση της ζεστασιάς τους είναι πάντα ζωντανή.
Κάπου στην πορεία έχασε το μέτρημα. Πόσα να ήταν τα "πακέτα"; Δύο,
τρία, τέσσερα, ποιος
να θυμάται; Ισως να θυμούνται οι Διαχειριστές, ίσως τα Ολοκληρωμένα Συστήματα
Διαχείρισης, ίσως πάλι, να θυμούνται τα ίδια τα Παραδοτέα. Τι σημασία είχε,
εξάλλου; Τα
"πακέτα" δεν ήταν πια εκεί, ήταν μόνο η ανάμνηση της ζεστασιάς τους
και τη στιγμή εκείνη
αυτό ήταν που μετρούσε. Ηταν η ώρα για το επόμενο σπίρτο. Σωστά μαντέψατε, ήταν
το σπίρτο
του 99. Το σπίρτο που θα μπορούσε ακόμη να ζεσταίνει όχι μόνο την ψυχή της αλλά
και την
ίδια στη Μεζονέτα της Επιτυχίας. Μόνο που η αφελής απληστία που τότε την έλεγαν
επενδυτική πολιτική είχε άλλη γνώμη και οι πάλαι ποτέ προτρέποντες πάντας προς
επενδύσεις, είχαν αλλάξει χαρτοφυλάκιο. Ετσι, θυμήθηκε πως το σπίρτο του 99
είχε
ολοσχερώς σβήσει το 2002 και μαζί του είχε πάρει πολλή από τη ζεστασιά που τότε
πίστευε
πως για πάντα θα της ανήκει.
Τα βήματα της μέσα στη Νέα Σκιά είχαν αρχίσει να γίνονται όλο και πιο αργά. Ηταν
τότε που
κατάλαβε ότι δεν είχε πολλά σπίρτα στην τσέπη της ψυχής της. Αναψε βιαστικά το
σπίρτο των
Μεγάλων Εργων, μετά το σπίρτο των Επιχειρησιακών Προγραμμάτων, μετά της
Κτηματαγοράς,
μετά των Τραπεζικών Δανείων, μετά εκείνο της Διεύρυνσης, μετά εκείνο του 2004.
Τίποτε. Η
ζέστη που της προσέφεραν ήταν όλο και πιο λίγη. Δεν ήταν μόνο η αίσθηση ότι τα
σπίρτα
τελειώνουν, ήταν και μια άλλη αίσθηση, την οποία ίσως για πρώτη φορά μπορούσε
να
αναγνωρίσει: ήταν η αίσθηση του Κενού. Του δικού της κενού, αλλά και του κενού
που όλα
αυτά τα χρόνια περικύκλωνε αυτό που αντιλαμβάνονταν ως ζωτικό της χώρο. Πώς και
δεν το
είδε κανείς; Τι να λένε τώρα γι' αυτό το κενό οι "δόλιοι
κυβερνώντες"; Αραγε, το βλέπουν και
οι άλλοι που πέρασαν στη Νέα Σκιά;
Η αίσθηση του χώρου και του χρόνου χάθηκε. Ολα τα σπίρτα της έγιναν μια μικρή
στιγμή μιας
αιωνιότητας που δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί. Βρέθηκε έξω από την Ιστορία και
μπορούσε να τη δει ξεκάθαρα. Ηταν ελεύθερη. Μπορούσε πια να φτιάξει τα δικά της
σπίρτα.
Μπορούσε να γεννήσει τα παιδιά που δεν πρόλαβε, να βρει τον σύντροφό της έξω
από τα
περιοδικά του life style, να δει τη φύση έξω από τα spa της πλαστικής της
ευδαιμονίας.
Μπορούσε να κάνει τόσα πράγματα... Ηταν αυτή η αίσθηση με την οποία το δικό μας
κοριτσάκι
με τα δικά μας σπίρτα, αποκοιμήθηκε κάπου στη Νέα Σκιά των Νέων Πραγμάτων, ίσως
στο
δρόμο για το κοριτσάκι του κλασικού παραμυθιού, ίσως πάλι όχι.
Β.Βεσκούκης
πηγη http://www.neomag.gr
Admin- Admin
- Αριθμός μηνυμάτων : 1288
Ηλικία : 54
Τόπος : Athens
Registration date : 17/02/2008
Character sheet
castle:
(0/0)
Σελίδα 1 από 1
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
|
|
Πεμ Δεκ 19, 2013 5:22 am από Admin
» Οι ευχές μας
Πεμ Δεκ 19, 2013 5:20 am από Admin
» ΞΕΡΙΖΩΜΟΣ(Κύκλος τραγουδιών με αφορμή την καταστροφή της Σμύρνης και το διωγμό από τη Μικρά Ασία)
Σαβ Σεπ 21, 2013 9:52 am από Admin
» 16ο ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΑΝΤΑΜΩΜΑ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΩΤΩΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΡΩΜΥΛΙΑΣ
Τετ Αυγ 28, 2013 12:18 pm από Admin
» "Αχ Ελλάδα Σ' Αγαπώ.." ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΤΗΣ ΠΡΟΕΡΝΑΣ
Τετ Αυγ 28, 2013 12:14 pm από Admin
» “The Unique Man” Σταύρος Μαργαρίτης , Ο Έλληνας Που Γνωρίζει Ολόκληρος Ο Κόσμος!!!
Σαβ Αυγ 03, 2013 2:59 pm από Admin
» Ανθρωποι-πουλιά 8.000 ετών
Σαβ Αυγ 03, 2013 4:33 am από Admin
» Το θέατρο εμπνέεται από την αρχαιολογία
Σαβ Αυγ 03, 2013 4:29 am από Admin
» Ξεχωριστά ειδώλια στην Κουτρουλού Μαγούλα
Σαβ Αυγ 03, 2013 4:27 am από Admin