neo monastiri


Εγγραφείτε στο φόρουμ, είναι εύκολο και γρήγορο

neo monastiri
neo monastiri
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.

Η φωτιά της αγάπης Ιστορία από την κατοχή.

Πήγαινε κάτω

Η φωτιά της αγάπης Ιστορία από την κατοχή. Empty Η φωτιά της αγάπης Ιστορία από την κατοχή.

Δημοσίευση από pako.maria Τετ Οκτ 29, 2008 3:31 am



Μαύρες κείνες οι μέρες της κατοχής. Δυστυχία και
πείνα, φόβος και εξουθένωση. Από την άλλη δύναμη ψυχής και αγάπη τριαντάφυλλο
ανοιχτό μεταξύ των ανθρώπων. Τις ξαναθυμήθηκα κείνες τις μέρες, όταν προχθές
συναντήθηκα με δυο δίδυμες αδελφές, γυναίκες παντρεμένες τώρα με παιδιά, τότε
δυο μικρούτσικα ξανθόμαλλα γειτονόπουλα. Ήταν παιδιά μιας Ρωσίδας, μιας
αξιοπρεπής χήρας, που χάνοντας τον άντρα της έχασε και κάθε πόλο ζωής. Ένα
φουρνάκι τις έσωσε τις δύσκολες κείνες μέρες, ένα μικρό μαντεμένιο φουρνάκι και
η μάνα μου. το είχε φτιάξει ο πατέρας μου πριν από χρόνια στο μηχανουργείο που
δούλευε και το είχε χτίσει σε μια άκρη της αυλής μας. Εκεί μαγειρεύαμε. Μαζεύαμε
ξύλα και το ανάβαμε. Το ήξεραν οι γειτόνισσες και μας ζήτησαν να το ανάβουν με
τη σειρά και να φτιάχνουν το φαγητό τους. Και η μάνα μου τους έλεγε: ΄΄ μετά
χαράς, ότι θέλετε ΄΄. Και έφερναν ξύλα και μαζί ότι τους έστελνε ο θεός την κάθε
μέρα και έφευγαν πάντα με την κατσαρόλα τους να αχνίζει ευχαριστώντας μας. Δειλά
δειλά κάποια πρωινά ήρθε και χτύπησε τη πόρτα μας και η χήρα. Με την ευγένεια
που την διέκρινε ζήτησε να μαγειρέψει κι αυτή στα πυρωμένα κάρβουνα. Η μάνα μου
είδε αθέλητα και συγκλονίστηκε. Στη κατσαρόλα της είχε νερό και μια ιδέα από
φιδέ, χωρίς λάδι.
- Αδελφή μου, πως θα θρέψεις μ’ αυτό το ζουμί τ’ αγγελούδια
σου; Θα πεθάνουν.
Δάκρυσε η γυναίκα, μα δεν μίλησε. Η μάνα μου κατάλαβε και
προσευχήθηκε: φώτισέ με Θεέ μου, κάτι πρέπει να κάνω γι’ αυτήν. Τι όμως; Εφτά
παιδιά και τέσσερις οι μεγάλοι μαζευόμαστε έντεκα και οι πόροι μας λίγοι. ΄΄
κάτι πρέπει να κάνω ΄΄ κι όταν αυτό το πει η αγάπη η πολυμήχανη, τα φράγματα
πέφτουν και προχωράς:
Όμορφα τα ρεβίθια σου κυρά Λένα μου. δεν με φιλεύεις
και μένα μια μπουκουνιά; Το λάχανό σου μοσχοβολά κυρά Βάσω μου, το λιμπίστηκα.
Αχ, μου ‘σπασε τη μύτη το πλιγούρι σου κυρά Τασώ μου, να μου ‘δινες μια
κουταλιά; Και η κάθε μια πριν φύγει, είτε από ντροπή είτε από υποχρέωση, έβαζε
μέσα στο μικρό πιατελάκι που τους πρότεινε η μάνα μου κάτι λίγο από το φαγάκι
τους. Έτσι τα δίδυμα της αξιοπρεπής κυρίας Παουλίνας, που δεν άπλωσε ποτέ το
χέρι της και δεν ενόχλησε κανένα, σώθηκαν από αυτό το πιατελάκι και δεν πέθαναν
όπως τόσα άλλα φτωχά. Έφτανε κάθε μεσημέρι με τα χέρια της μάνας μου στο τραπέζι
τους γεμάτο ποικιλίες, που γλίστραγε όσο γινόταν πιο μυστικά στο σπίτι τους
έτσι, που να μην βλέπει κανένας. Κάποια μέρα όμως η υποψία των γειτόνων μας
ξεδιάλυνε το μυστικό.
- Αχ, κυρά Αμαλία δεν μας εξηγήθηκες σωστά. Γιατί δεν
το ‘λεγες δα καθαρά. Το και το, συνδράμετε τη Ρωσίδα. Δεν έχουμε τάχα εμείς
καρδιά; Δεν θα την βοηθούσαμε;
- Όχι, για τα’ όνομα της Παναγίας, μη της
πείτε λέξη, θα πληγωθεί. Τόσο ζεστό και ικετευτικό το παρακάλι της που καμιά
τους δεν της είπε τίποτα. Και μέχρι που πέρασε η μπόρα κι έφεξε η λευτεριά η
βοήθεια δινόταν στην κυρά Παουλίνα με μεσολαβητή τη μάνα μου. ευτυχώς κάποιες
διηγήσεις βγάζουν στο φως το μεγαλείο της κρυμμένης αγάπης


ΠΗΓΗ ΦΑΡΣΑΛΙΝΟΣ ΛΟΓΟΣ..

pako.maria

Αριθμός μηνυμάτων : 229
Ηλικία : 51
Τόπος : ΦΑΡΣΑΛΑ
Registration date : 17/09/2008

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Επιστροφή στην κορυφή

- Παρόμοια θέματα

 
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης